- κρεματόριο
- τοαποτεφρωτήρας νεκρών, αποτεφρωτικός κλίβανος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρεματόριο — το 1. ειδικός χώρος με κλίβανο για την αποτέφρωση νεκρών 2. οικοδόμημα με κλίβανο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης για την εξολόθρευση αιχμαλώτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. crematorium και crematory (< λατ.… … Dictionary of Greek
αποτεφρωτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αποτέφρωση 2. φρ. «αποτεφρωτικός κλίβανος» κρεματόριο … Dictionary of Greek
Ντούντοκ, Βίλεμ Μαρίνους — (Willem MarinusDudok, Άμστερνταμ 1884 – 1974). Ολλανδός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Υπήρξε αρχιτέκτονας των δήμων του Λέιντεν και του Χίλβερσουμ, αλλά απασχολήθηκε με τα σχέδια και άλλων πόλεων (όπως της Χάγης), φανερώνοντας αντιλήψεις εντελώς… … Dictionary of Greek